Cacarejar - ορισμός. Τι είναι το Cacarejar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Cacarejar - ορισμός


Cacarejar      
v. i.
Cantar (a gallinha, e ainda outras aves que lhe imitam o canto).
Fig.
Tagarelar, enfadando.
(T. onom.)
cacarejar      
(voc onom) vint
1 Cantar (a galinha e as outras aves que lhe imitam o canto): Galinhas cacarejavam no quintal
vint
2 Palrar monotonamente: ''Se continuas a cacarejar, deixo-te sozinho'' (Francisco Fernandes). vint
3 Fretenir: ''Outras cigarras cacarejavam'' (Coelho Neto)
vtd
4 Soltar como que o canto da galinha: Cacarejar risadas esquisitas
vti
5 Chamar galinha, imitando-lhe o canto: Cacarejar às galinhas. Cacarejar e não pôr ovo, pop: fazer promessas falazes. Var: caquerejar, carcarejar.
cacarejo      
(ê) sm (red regressiva de cacarejar) onom
1 Canto da galinha.
2 Garrulice.
3 Som semelhante ao canto da galinha.